σύνοφρυς

σύνοφρυς
-υ, ΝΜΑ, και συνόφρυς Α
σκυθρωπός, κατσούφης
αρχ.
αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια στη μέση τού μετώπου, που έχει πυκνά φρύδια («κἤμ' ἐκ τῷ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῑσα τὰς δαμάλας», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὀφρύς«φρύδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σύνοφρυς — with meeting eyebrows masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοφρυ — σύνοφρυς with meeting eyebrows masc voc sg σύνοφρυς with meeting eyebrows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοφρυν — σύνοφρυς with meeting eyebrows masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοφρυάζω — Α [σύνοφρυς] γίνομαι σύνοφρυς …   Dictionary of Greek

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • σκουντούφλης — ο, θηλ. σκουντούφλα, Ν [σκουντούφλα] 1. αυτός που περπατά απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συνεχώς 2. άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, σύνοφρυς 3. μτφ. (για τον καιρό) σκοτεινός, συννεφιασμένος, βαρύς …   Dictionary of Greek

  • συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”